- κωδωνίζω
- (AM κωδωνίζω, Μ και κουδουνίζω) [κώδων]νεοελλ.(μτβ. -αμτβ.) κουδουνίζωαρχ.1. δοκιμάζω νομίσματα κουδουνίζοντάς τα για να καταλάβω αν είναι γνήσια, ή αγγεία χτυπώντας τα για να διαπιστώσω αν είναι ραγισμένα2. μτφ. δοκιμάζω κάποιον, ελέγχω την ικανότητά του.3. παθ. κωδωνίζομαιγίνεται γνωστό το όνομά μου, γίνομαι περιβόητος.
Dictionary of Greek. 2013.