κωδωνίζω

κωδωνίζω
(AM κωδωνίζω, Μ και κουδουνίζω) [κώδων]
νεοελλ.
(μτβ. -αμτβ.) κουδουνίζω
αρχ.
1. δοκιμάζω νομίσματα κουδουνίζοντάς τα για να καταλάβω αν είναι γνήσια, ή αγγεία χτυπώντας τα για να διαπιστώσω αν είναι ραγισμένα
2. μτφ. δοκιμάζω κάποιον, ελέγχω την ικανότητά του.
3. παθ. κωδωνίζομαι
γίνεται γνωστό το όνομά μου, γίνομαι περιβόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωδωνίζω — try pres subj act 1st sg κωδωνίζω try pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδωνίσω — κωδωνίζω try aor subj act 1st sg κωδωνίζω try fut ind act 1st sg κωδωνίζω try aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδωνίζουσιν — κωδωνίζω try pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωδωνίζω try pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδωνίσαι — κωδωνίζω try aor inf act κωδωνίσαῑ , κωδωνίζω try aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκωδωνισμένοι — κωδωνίζω try perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκωδωνισμένοις — κωδωνίζω try perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκωδωνισμένος — κωδωνίζω try perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκωδώνισται — κωδωνίζω try perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδωνιζομένη — κωδωνίζω try pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδωνισθῆναι — κωδωνίζω try aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”